- κηρύκαινα
- κηρύκαινα, ἡ (Α)1. θηλ. τού κήρυξ* («λαβοῡσα κηρύκαινον εὔφωνόν τίνα». Αριστοφ.)2. στον πληθ. αἱ κηρύκαιναι(στην Αλεξάνδρεια, κατά το λεξ. Σούδα) «γυναῑκες αἵτινες εἰς τὰς αὐλὰς παριοῡσα καὶ τὰς συνοικίας, ἐφ' ᾧ τε συναγείρειν τὰ μιάσματα καὶ ἀποφέρειν εἰς θάλασσαν», δηλ. είδος καθαριστριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρυξ, -κος + κατάλ. θηλ. -αινα (πρβλ. λέ-αινα λύκ-αινα)].
Dictionary of Greek. 2013.